- αμακατζής
- οο αμακαδόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παραγ. κατάλ. -τζής.ΠΑΡ. νεοελλ. αμακατζίδικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… … Dictionary of Greek
αμακατζίδικος — η, ο ο αμακαδόρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακατζής + παραγ. κατάλ. ίδικος] … Dictionary of Greek